-
1 Pair
subs.A pair of fair children: V. εὔτεκνος συνωρίς, ἡ.Wedded pair: P. ζεῦγος, τό (Xen.).——————v. intrans.P. and V. συνέρχεσθαι, συμμίγνυσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pair
-
2 пара
пара ж το ζευγάρι, το ζεύγος· \пара ботинок ένα ζευγάρι παπούτσια· супружеская \пара το ζευγάρι, το αντρόγυνο* танцевальная \пара το χορευτικό ζευγάρι* * *жτο ζευγάρι, το ζεύγοςпа́ра боти́нок — ένα ζευγάρι παπούτσια
супру́жеская па́ра — το ζευγάρι, το αντρόγυνο
танцева́льная па́ра — το χορευτικό ζευγάρι
-
3 пара
пар||аж ι, (о предметах и о людях) τό ζεῦγος, τή ζεϋγάρι:\пара чулок ζευγάρι γυναικείες κάλτσες· супру́жеская \пара τό συζυγικό ζεβγος·2. (костюм) τό κοστούμι-◊ \пара сил тех. ζεῦγος δυνάμεων· на \парау слов νά σο6 είπῶ δυό λόγια· два сапога \пара погов. πάρε τόν ἕνα χτύπα τόν ἄλλον. -
4 Couple
subs.Wedded couple: P. ζεῦγος, τό (Xen.); see Pair.——————v. trans.Attach: P. and V. προστιθέναι, προσάπτειν.V. intrans. Pair: P. and V. συνέρχεσθαι, συμμίγνυσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Couple
-
5 мотор-генератор
το ζεύγος κινητήρα-γεννήτριαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мотор-генератор
-
6 оптрон
το ζεύγος της συσκευής εκπομπής και λήψης του φωτός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оптрон
-
7 оснастка
ο εξαρτισμός, η αρματωσιά, ο εξοπλισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оснастка
-
8 пара
το ζεύγος, η δυάς, η δυάδα, το ζευγάριкуперовская (элн.) - του ΚούπερРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пара
-
9 стереопара
το στερεοσκοπικό ζεύγος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стереопара
-
10 термопара
το θερμικό ζεύγος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термопара
-
11 супруги
супру́||гимн. τό ζεῦγος, οἱ σύζυγοι. -
12 чета
четаж τό ζεῦγος, τό ταίρι, τό ζευγάρι:супружеская \чета τό ἀνδρόγυνο[ν]· ◊ не \чета (кому-л., чему-л.) δέν εἶναι ταίρι· он тебе не \чета αὐτός δέν εἶναι γιά σένα -
13 pair
[peə] 1. noun1) (a set of two of the same thing which are (intended to be) used etc together: a pair of shoes/gloves.) ζευγάρι2) (a single thing made up of two parts: a pair of scissors; a pair of pants.) αντικείμενο με δύο σκέλη3) (two people, animals etc, often one of either sex, who are thought of together for some reason: a pair of giant pandas; John and James are the guilty pair.) ζευγάρι,ζεύγος2. verb(to make into a pair: She was paired with my brother in the tennis match.) ζευγαρώνω -
14 чета
[τσιτά] ουσ. θ. ζεύγος, ταίρι -
15 чета
[τσιτά] ουσ θ ζεύγος, ταίρι -
16 двое
αριθμ. (για πρόσωπα ή ουσ. που έχουν μόνο πλθ.)двое братьев δυο αδέρφια•
двое очков τα ματογυάλια•
двое суток δυο εικοσιτετράωρα•
двое ножниц το ψαλίδι.
|| (σε ονομ. ή αιτ.) ζευγάρι, ζεύγος•двое чулок δυό ζευγάρια κάλτσες.
εκφρ.на своих (на) двоих – με το υπ’ αριθμόν 2 (πεζός). -
17 пара
-ы θ.1. ζευγάρι, ζεύγος•пара чулок ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες•
пара носков ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες•
пара сапог ζευγάρι μπότες.
|| αντικείμενο αποτελούμενο από δύο ίσα μέρη•пара ножниц το ψαλίδι•
пара брюк το παντελόνι.
2. κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελόνι)•он пришл в новой -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι.
3. ζευγάρι ζευγμένων αλόγων αμάξι με δυό άλογα.4. огю πρόσωπα μαζί•влюблнная пара αγαπημένο ζευγάρι•
танцующие -ы τα ζευγάρια του χορού.
|| ως επίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό•мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια.
|| ταίρι.5. ως κατηγ. ταιριάζω. || δυό•можно сказать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια;•
можно оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απασχολήσω για δυό λεφτά;
εκφρ.в -ы – κατά δυάδες, ανα δυό,. δυό-δυό, κατά ζευγάρια•в -е – κ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγαρωτά•пара пустяков – (απλ.) είναι εύκολο (για εκτέλεση), δεν είναι τίποτε•два сапога – ένα και το ίδιο, παρ τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος• κύλισε ο τέντζερης κ. βρήκε το καπάκι. -
18 чета
-ы θ.1. το ζευγάρι, το ζεύγος•супружеская чета το συζυγικό ζευγάρι•
счастливая — ευτυχισμένο ζευγάρι,.
2. επίρ. -ой ανά δυό, κατά ζευγάρια•не чета кому δεν είναι ισάΕιος, δεν τα ιριάζει.
-
19 Mule
subs.P., ἡμίονος, ὁ, or ἡ, Ar. ὀρεύς, ὁ.Of a mule, adj.: P. ὀρικός.A team of mules: P. ὀρικὸν ζεῦγος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mule
-
20 Team
subs.P. ζεῦγος, τός Ar. ζευγάριον, τό.They placed in the road waggons without their teams: P. ἁμάξας ἀνεὺ τῶν ὑποζυγίων εἰς τὰς ὁδοὺς καθίστασαν (Thuc. 2, 3).Keep teams of horses, v.: P. καταζευγοτροφεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Team
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζεῦγος — yoke of beasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… … Dictionary of Greek
ζεύγος — το ους, πληθ. ζεύγη, ζευγών, ζευγάρι: Ζεύγος υποδημάτων. – Ζεύγος δυνάμεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεύγος δυνάμεων — Σύστημα από δύο δυνάμεις F και F’ που είναι ίσες και παράλληλες, αλλά έχουν αντίθετη φορά. Το ζ.δ. δεν μπορεί να αντικατασταθεί μόνο από μία δύναμη, γιατί η συνισταμένη του συστήματος έχει μέτρο μηδέν και το σημείο εφαρμογής της βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
Ζεύγος, Γιάννης — (Δόριζα, Μαντινεία 1897 – Θεσσαλονίκη 1947). Ψευδώνυμο του πολιτικού Ιωάννη Ταλαγάνη. Ήταν δάσκαλος, αλλά ασχολήθηκε με την πολιτική και φοίτησε στο Κομουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων Ανατολής της Μόσχας. Αναδείχθηκε μέλος της Κεντρικής… … Dictionary of Greek
ζεύγος βάσης — Ζευγάρι συνδεδεμένων βάσεων νουκλεοτιδίων, οι οποίες αλληλεπιδρούν μέσω δεσμών υδρογόνου και σχηματίζουν μια σειρά στη –σαν ανεμόσκαλα– δομή του DNA. Η ανάπτυξη δεσμών πραγματοποιείται μεταξύ των βάσεων αδενίνης θυμίνης και γουανίνης κυτοσίνης.… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρικό ζεύγος ή θερμοστοιχείο — Σύστημα δύο διαφορετικών μετάλλων που είναι συγκολλημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν, κατά κάποιον τρόπο, ένα κύκλωμα (το κάθε άκρο του ενός αγωγού κολλάει με το αντίστοιχο άκρο του άλλου). Στα κοινά άκρα του συστήματος εμφανίζεται μία… … Dictionary of Greek
ιερολαγόνιες αρθρώσεις — Ζεύγος σταθερών αρθρώσεων στο κάτω μέρος του σώματος, που βρίσκονται ανάμεσα σε κάθε πλευρά του ιερού και ενός λαγόνιου οστού. ιερολαγονίτιδα. Φλεγμονή των ι.α., που συνήθως προκαλείται από ρευματοειδή αρθρίτιδα και συχνά εξελίσσεται σε… … Dictionary of Greek
Παξιμάδια — Ζεύγος νησιών του Λιβυκού πελάγους, στην είσοδο του κόλπου της Μεσσαράς της Κρήτης. Τα νησιά αυτά ήταν στην αρχαιότητα ένα, αλλά το κέντρο τους, που ήταν πολύ στενό, διαβρώθηκε από τη θάλασσα. Οι αρχαίοι Έλληνες τα αποκαλούσαν με το όνομα Λητώαι… … Dictionary of Greek
Σοφράνα — Ζεύγος μικρών νησιών στο νότιο Αιγαίο στο Καρπάθιο πέλαγος. Βρίσκονται σε απόσταση 45 μιλίων από το ακρωτήριο Κάβο Σίνεδρος της Κρήτης. Η βόρεια και μεγαλύτερη λέγεται Μεγάλο Σοφράνο και η νότια Μακρί ή Μικρό Σοφράνο. Ανάμεσά τους υπάρχει κι ένα… … Dictionary of Greek
Τουρλουρές — Ζεύγος μικρών νησιών στον κόλπο των Χανίων στην Κρήτη. Το μεγαλύτερο ονομάζεται και Θοδωρού από τον εκεί μικρό ναό των Αγίων Θεοδώρων. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν Ακοίτιον και Κοίτη … Dictionary of Greek